- εύκυκλος
- εὔκυκλος, -ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, -ές)ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. τής λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ.β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.)αρχ.αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. τής λ. ἀπήνηάμαξα«ἀπήνην ὑψηλὴν εὔκυκλον», Ομ. Οδ.β. «εὔκυκλος ἀντίπηξ», Ευρ.)2. (για επιδέσμους) αυτός που έχει οριζόντιους κύκλους3. αυτός που κινείται σε κύκλο, ο κυκλικός («εὔκυκλος χορεία», Αριστοφ.).επίρρ...εὐκύκλως (Α)κυκλικά, στρογγυλά.
Dictionary of Greek. 2013.